By Eugene Pierris
Eίναι «γνωστόν τοις πάσι» ότι όλες οι αριστοκρατικές οικογένειες της Αγγλίας είχαν στο διάβα της μακραίωνης ιστορίας τους κάποιο ερωτικό σκάνδαλο που τάραξε, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο, τους συνήθως φλεγματικούς Βρετανούς. Αυτό όμως που πολλοί δεν γνωρίζουν είναι ότι την πρωτοκαθεδρία στην ερωτική σκανδαλολογία της Αγγλίας του 19ου αιώνα την κατείχε μία όμορφη γαλανομάτα αριστοκράτισσα η Τζέην Ελίζαμπεθ Ντίγκμπυ που έμεινε ξακουστή στην Ιστορία για το ερωτικό της ταμπεραμέντο αλλά και τη στωικότητα με την οποία αντιμετώπισε τα δεινά που την έπληξαν στη διάρκεια της πολυτάραχης ζωής της.
Κόρη του ναυάρχου Σερ Χένρυ Ντίγκμπυ και της Λαίδης Τζέην Ελίζαμπεθ Κόουκ, η Τζέην γεννήθηκε στις 3 Αυγούστου του 1807 στο Ντόρσετ της Νοτίου Αγγλίας. Από παιδί έδειχνε τον ανεξάρτητο χαρακτήρα της και την ακαταμάχητη έλξη που ένοιωθε για τα αγόρια της παρέας της, γεγονός που οδήγησε τους γονείς της στη σκέψη ότι έπρεπε να την παντρέψουν όσο πιο γρήγορα γινόταν. Έτσι, δεκαεπτά μόλις Μαΐων, η Τζέην, παντρεύτηκε με μισή καρδιά έναν τριανταπεντάχρονο πολιτικό, τον Έντουαρντ Λω, Λόρδο του Ελλένμπορω, ο οποίος, όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια, αγαπούσε περισσότερο το ουίσκι και λιγότερο τις γυναίκες.
Ο γάμος τους ήταν μία απόλυτη αποτυχία, η Τζέην βαριόταν τον «ηλικιωμένο» σύζυγό της και πολύ γρήγορα άνοιξε διάπλατα την αγκαλιά της σε άλλους θαυμαστές, οι οποίοι ποτέ δεν είχαν σταματήσει να την πολιορκούν.
Όπως ήταν επόμενο κάποια στιγμή έμεινε έγκυος προς μεγάλη χαρά του άνδρα της που πίστευε ότι το κυοφορούμενο ήταν δικό του παιδί. Η ίδια όμως είχε πολλές αμφιβολίες καθώς εκείνο τον καιρό φιλοξενούσε στον πλούσιο πάλλευκο κόρφο της έναν ωραίο αξιωματικό, τον ξάδελφό της Τζωρζ Άνσον, γεγονός που, όπως συμβαίνει συνηθέστατα, αγνοούσε ο σύζυγός της.
Εν πάση περιπτώσει, η Τζέην απέκτησε τον Φεβρουάριο του 1828 έναν γιό, τον Άρθουρ Ντάντλευ (πέθανε πριν γίνει δύο ετών) και την ίδια χρονιά γνώρισε στο Λονδίνο και «μπλέχτηκε» μαζί του, έναν γοητευτικό Βοημό (Αυστριακό) διπλωμάτη, τον πρίγκιπα Φέλιξ Σβάρτσεμπεργκ. Μη αντέχοντας άλλο τις απιστίες της γυναίκας του, ο Ελλένμπορω χώρισε τη Τζέην, η οποία, λόγω του θορύβου που είχε προκαλέσει η σχέση της με τον εραστή της, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αγγλία και να εγκατασταθεί στο Παρίσι, όπου απέκτησε, με τον Σβάρτσενμπεργκ, δύο παιδιά, την Ματίλντα (Didi) και τον Φέλιξ, που πέθανε λίγες εβδομάδες μετά τη γέννησή του.
Με το πέρασμα του χρόνου ο Σβάρτσενμπεργκ κατάλαβε ότι η σχέση του με την Τζέην δεν βοηθούσε τη διπλωματική καριέρα του και κάποια στιγμή έδωσε ένα τέλος σε αυτή την ιστορία, έχοντας βρει εν τω μεταξύ μίαν άλλη ερωμένη. Φίλος του Σβάρτσεμπεργκ και της Τζέην στο Παρίσι ήταν ο γνωστός συγγραφέας Ονορέ ντε Μπαλζάκ και σε αυτόν κατέφυγε η Τζέην για να βρει παρηγοριά όταν την εγκατέλειψε ο Φέλιξ της. Εκ πρώτης όψεως ήταν το πιο αταίριαστο ζευγάρι. Όμορφη εκείνη, ψιλή με υπέροχα σφριγηλά στήθη και καλοσχηματισμένα λαξευτά πόδια, κοντός, παχύς με πλακουτσωτή μύτη και σαρκώδη χείλη εκείνος, αλλά με αυτό το μυστηριώδες «κάτι» που συχνά και ανεξήγητα συγκινεί τις γυναίκες.
Η σχέση τους δεν κράτησε πολύ. Δύο μήνες λένε οι βιογράφοι και αυτοί πολλοί ήταν καθώς ο πολυγραφότατος Μπαλζάκ αφιέρωνε το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου του στο συγγραφικό του έργο, ενώ η Τζέην χρειαζόταν ημέρες, εβδομάδες ακόμη και μήνες στοργής για να ξεχάσει την εγκατάλειψή της. Μετά τον χωρισμό τους η όμορφη Αγγλίδα έφυγε για τη Γερμανία και όταν βρέθηκε στο Μόναχο γνώρισε τον βασιλέα Λουδοβίκο Α’ της Βαυαρίας, έναν πράο μονάρχη που ήταν γνωστός για την αγάπη του για τις τέχνες και τις γυναίκες.
Πολύ γρήγορα ο Λουδοβίκος ερωτεύθηκε την Τζέην, την «θεά του Ολύμπου» όπως την αποκαλούσε, και εκείνη χωρίς κανένα δισταγμό του πρόσφερε τα κάλλη της. Στις προσωπικές τους στιγμές ο Λουδοβίκος την αποκαλούσε «Ιάνθη μου» και εκείνη «Βασίλη μου», ελληνικά ονόματα καθώς ο Βαυαρός μονάρχης είχε λατρεία για ο,τιδήποτε Ελληνικό. Την απέδειξε εξάλλου στέλνοντας τον γιό του Όθωνα να γίνει ο πρώτος βασιλέας της σύγχρονης Ελλάδας.
Επειδή η «Ιάνθη» και ο «Βασίλης» ήθελαν να κρατήσουν τη σχέση τους μυστική, η Τζέην «χρησιμοποίησε» έναν πλούσιο Βαυαρό γαιοκτήμονα, τον βαρόνο Καρλ Βέννινγκεν, ως επίσημο εραστή της και πατέρα του παιδιού που έφερνε εκείνη την εποχή στα σπλάχνα της. Βεβαίως όλοι πιθανολογούσαν ότι το παιδί ήταν του Λουδοβίκου, όμως ο βαρόνος ήταν πολύ ερωτευμένος μαζί της και, αδιαφορώντας για την πατρότητα του εμβρύου, της ζήτησε να γίνει γυναίκα του. Και εκείνη δέχτηκε και τον παντρεύτηκε τον Νοέμβριο του 1833 στην Ιταλία. Αλλά και αυτός ο γάμος αποδείχθηκε εξίσου αποτυχημένος με τον πρώτο. H Τζέην δεν ερωτεύθηκε ποτέ τον Βέννινγκεν και γρήγορα βαρέθηκε τις συνήθειές του, τις συχνές επισκέψεις στα κτήματά του στο Μόναχο και το Μπάντεν και τα ανιαρά ταξίδια τους στη Σικελία.
Τότε εμφανίστηκε στη σκηνή ένας όμορφος Κερκυραίος κόμης, 24 ετών, ο Σπυρίδων Θεοτόκης, που έφερε τα πάνω-κάτω στη ζωή της. Γιός του Διοικητή της Τήνου Τζιοβάνι Μπατίστα Θεοτόκη και εκ μητρός εγγονός της ωραιοτάτης κοντέσσας Αικατερίνης Πιέρρη, ο Σπυρίδων Θεοτόκης βρισκόταν στο Μόναχο για να σπουδάσει και εκεί τον πρωτοείδε η Τζέην και λίγο μετά έγιναν εραστές.
Δεν πέρασε καιρός πολύς και η Τζέην και ο Θεοτόκης προσπάθησαν να φύγουν κρυφά από το Μόναχο αλλά ο Βέννινγκεν έμαθε τα σχέδια τους, άρχισε να τους παρακολουθεί και ένα ωραίο βράδυ τους συνέλαβε σε τολμηρές περιπτύξεις μέσα σε μία άμαξα.
Ο Βέννινγκεν ζήτησε από τον Θεοτόκη να μονομαχήσουν επί τόπου με πιστόλες και ο Κερκυραίος κόμης, θέλοντας να δείξει στην καλή του ότι ήταν έτοιμος να παίξει ακόμη και τη ζωή του για χατίρι της, δέχτηκε την πρόκληση. Ο Βέννινγκεν αποδείχθηκε πιο γρήγορος από τον αντιζηλό του, πρόλαβε να πυροβολήσει πρώτος και η σφαίρα του βρήκε τον Θεοτόκη λίγο πάνω από την καρδιά, τραυματίζοντας τον σοβαρά.
Έχοντας πάρει αυτή την τροπή ο έρωτάς της για τον Θεοτόκη, η Τζέην ζήτησε από τον Βέννινγκεν να χωρίσουν και εκείνος συγκατένευσε. Έτσι, οι φλογεροί εραστές βρέθηκαν στο Παρίσι, όπου το 1840 η Τζέην έφερε στον κόσμο ένα αγοράκι, τον Λεωνίδα Θεοτόκη.
Ένα χρόνο αργότερα το ζεύγος μετακόμισε στην Κέρκυρα, στους Δουκάδες, στο οικογενειακό κτήμα των Θεοτόκη. Λίγο πριν αναχωρήσουν από το Παρίσι η Τζέην ασπάσθηκε το Ορθόδοξο δόγμα και στα 34 χρόνια της παντρεύτηκε τον έρωτά της.
Παρά τις ομορφιές του κτήματος των Δουκάδων, την αρχοντιά του σπιτιού τους και την αγάπη που της έδειχναν οι Κερκυραίοι, η Τζέην δεν βρήκε ούτε εκεί την ευτυχία. Βάσκανος μοίρα κτύπησε την οικογένειά της καθώς ο μικρός Λεωνίδας σκοτώθηκε στα έξη μόλις χρόνια του πέφτοντας από τις σκάλες του σπιτιού τους, ενώ ο πατέρας του εγκατέλειπε κάθε τόσο τη γυναίκα του για να βρεθεί σε κάποια ξένη αγκαλιά. Αυτές οι δοκιμασίες στάθηκαν αφορμή να εγκαταλείψει η Τζέην την Κέρκυρα και να εγκατασταθεί στην Αθήνα, έχοντας εν τω μεταξύ πάρει απόφαση να χωρίσει τον άπιστο Θεοτόκη. 1Τα έφερε έτσι η ζωή και στην Αθήνα η Τζέην συνάντησε τον βασιλέα Όθωνα ο οποίος, εντυπωσιασμένος από την ομορφιά της, την προσκάλεσε στο παλάτι του. Και όπως θα μπορούσε να φανταστεί κανείς, δεν χρειάστηκε να περάσει πολύς καιρός για να «μπλέξει» η Τζέην με τον Όθωνα, προς μεγάλη απελπισία της Αμαλίας.
Χωρίζοντας και από τον Όθωνα και περιπλανώμενη στην ελληνική επαρχία, η Τζέην γνώρισε στη Λαμία έναν 70χρονο, πλήν όμως ακόμη σφριγηλό, ήρωα του Εικοσιένα (1821), τον Χριστόδουλο Χατζηπέτρο, ο οποίος ήταν τότε διοικητής ενός στρατιωτικού σώματος στη Θεσσαλία ενώ μερικά χρόνια πριν είχε διατελέσει …υπασπιστής του Όθωνα,
Η Τζέην γοητεύτηκε με τον «Κριστόντουλο» και αυτός με εκείνη και ο έρωτάς τους σκανδάλισε για άλλη μία φορά την καλή αθηναϊκή κοινωνία. Όταν μάλιστα επέστρεψαν στην Αθήνα από τη Λαμία δεν ήταν πολλοί εκείνοι που δέχθηκαν στα σπίτια τους στη «Διαβολοκοντέσσα» και τον «γέρο» της …. «που, όπως κάποιοι έλεγαν περιφρονητικά, βρομοκοπούσε από μακριά σκόρδο και κρεμμύδι».
Με την επιστροφή τους στην Αθήνα η Αμαλία αξίωσε από τον Όθωνα να διώξει τον Χατζηπέτρο από το στράτευμα με την κατηγορία ότι είχε επιδείξει απαράδεκτη διαγωγή με την «διαβολική εγγλέζα ερωμένη του». Και ο πάλαι ποτέ ήρωας του 1821 για να κατευνάσει την οργή της βασίλισσας της έγραψε ένα δακρύβρεκτο γράμμα στο οποίο της εξηγούσε ότι το μόνο που τον ενδιέφερε πραγματικά ήταν τα χρήματα της Τζέην.
Έχοντας στα χέρια της αυτή την όχι και τόσο αντρίκια επιστολή η Αμαλία φρόντισε να την κυκλοφορήσει σε όλη την αθηναϊκή κοινωνία για να εξευτελίσει την αντίζηλό της. Και εκείνη πληροφορήθηκε το «κατόρθωμα» του εραστή της αλλά παρά τον πόνο που ένοιωσε ήταν έτοιμη να τον συγχωρέσει. Όμως, φεύ, λίγες ημέρες μετά, ανακάλυψε ότι ο Χατζηπέτρος δεν αρκούταν μόνο σε αυτή, αλλά κάθε τόσο απολάμβανε τη δροσιά των νιάτων της «πιστής» Γαλλίδας καμαριέρας της. Ύστερα απ’ αυτό η Τζέην αποφάσισε να φύγει από την Αθήνα και να πάει στη Μέση Ανατολή που πάντα την μάγευε σαν ιδέα.
Η ζωή τα έφερε έτσι και δεν προχώρησε πέραν από την Συρία καθώς στη Δαμασκό γνώρισε την τελευταία της κατάκτηση, έναν μελαψό Σεΐχη, τον κατά είκοσι χρόνια νεότερό της Αμπτούλ Μέντζουελ ελ Μεζράμπ στον οποίον παραδόθηκε αμαχητί και λίγους μήνες αργότερα τον παντρεύτηκε.
Τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής της η Τζέην τα πέρασε ανάμεσα στο παλάτι του άνδρα της και την έρημο σαν γνήσια γυναίκα Βεδουίνου άρχοντα. Τώρα πιά φορούσε μακριά μεσανατολικά ρούχα, μαντήλες ακόμη και φερετζέ ενώ δεν δίστασε να βάψει μαύρα τα ξανθά μαλλιά της.
Παρά τις αμφιβολίες και τους φόβους της ότι κάθε τόσο ο Μέντζουελ την απατούσε με τις δύο πρώην συζύγους του, τα χρόνια που πέρασε η Τζέην στη Συρία αποδείχθηκαν από τα πιο ευτυχισμένα της ζωής της. Και πολύ πιθανόν η ευτυχία της θα συνεχιζόταν και άλλο αν στα 74 της δεν αρρώσταινε βαριά από δυσεντερία που τελικά την οδήγησε, στις 11 Αυγούστου 1881, στον θάνατο.
Σύμφωνα με κάποιες ιστορίες που κυκλοφορούσαν για αυτή την ύστατή της ώρα, μετά την ταφή της στο προτεσταντικό κοιμητήριο της Δαμασκού, ο άνδρα της έφυγε συντετριμμένος για την έρημο και εκεί θυσίασε στη μνήμη της την πιο όμορφη καμήλα του. Στη μνήμη αυτής της εντυπωσιακά ερωτεύσιμης γυναίκας που την είχε ποθήσει όλη σχεδόν η ανδρική αφρόκρεμα της Ευρωπαϊκής αριστοκρατίας εκείνης της εποχής.
English Version
JANE DIGBY
From European palaces to Bedouin’s tents
The love scandals of English Aristocratic families during their centuries-long history, have been well known to upset the otherwise phlegmatic British society on a higher or lower scale. Less known is the fact that first and foremost among the love scandals of 19th century England was that of Jane Digby, a beautiful blue – eyed noble lady that earned her place in history due to her erotic temperament and the stoicism with which she weathered her plights during her turbulent life.
The daughter of Admiral Henry Digby and Lady Jane Elisabeth Coke, Jane was born on August 3rd 1807 in Dorset, South England. Growing up, it became evident that she had a strong willed nature, as well as a strong attraction for boys her age, which led her parents to the conclusion that they had to marry her off as quickly as possible. At 17, beautiful Jane unwillingly got married to Edward Law, Lord of Ellenborough, a 35-year-old politician. However, it quickly became evident that the Lord loved drinking more than he loved women.
Their marriage was a total disaster. Jane got bored of her “old” husband and after a while she took in her arms other men that kept courting her.
As was to be expected, she eventually got pregnant and her husband was really happy believing that the unborn child was his. However, as is usually the case, her husband was not to know that Jane had her doubts, as at the same time she was cradling a handsome colonel in her rich, pale bosom, her own cousin George Anson.
In February 1828, she gave birth to a son, Arthur Dudley Law, who died before turning two. The same year Jane got involved with a charming Bohemian diplomat from Austria, prince Felix Schwarzenberg. Unable to cope with his wife’s infidelity, Ellenborough divorced Jane, who was then forced to leave England due to the uproar that had been caused by her relationship with her lover. She moved to Paris and gave birth to Schwarzenberg’s two children, Mathilda (Didi) and Felix, who died a few weeks later.
As time went by, Schwarzenberg realized that his relationship with Jane was not beneficial for his diplomatic career. He ended it a short time later, having in the meantime found another lover.
While in Paris, Honore de Balzac, the famous writer, had been the couple’s best friend. Jane turned to him for consolation when her Felix left her. At first glance, they were not a compatible couple. Her, a beautiful, tall woman, with nice firm breasts and well-shaped chiseled legs, and him, a short, fat man, with a flat nose and fleshy lips. There was, however, this mystery about him that often, inexplicably attracted women.
Their relationship didn’t last long. According to the biographers it was about two months at most, as Balzac used to dedicate most of his time to his writings, while Jane needed days, weeks or even months to get over Schwarzenberg’s abandonment.
After their separation, the beautiful English woman left for Germany. While she was In Munich she met Ludwig I of Bavaria, a meek sovereign, known for his love of arts and women.
Ludwig soon fell in love with Jane, his “Goddess of Olympus” as he used to call her, while she offered him herself freely, without hesitation. During their personal moments, Ludwig used to call her “My Ianthe”, while she would call him “My Vasilis”, both names in Greek, as the Bavarian monarch used to love anything that had to do with Greece. The greatest proof of his love was when he sent his son Otto to become the first King of contemporary Greece.
In an effort to keep the relationship of “Ianthe” and “Vasilis” a secret, Jane “kept” a rich Bavarian landowner, the Baron Carl Venningen, as her official lover and father of the baby she was carrying in her womb. Of course, everyone assumed that the baby was Ludwig’s, however the Baron was so much in love with her, that he put aside the paternity of the child and asked Jane to become his wife. She accepted and married him in Italy on November, 1833.
This marriage also turned out to be a disaster. Jane never fell in love with Venningen and soon got bored of his habits, the frequent visits to his estates in Munich and Baden and the dull trips to Sicily.
That’s when a handsome, 24-year-old count from Corfu appeared, turning Jane’s life into a mess. The son of the Commander of Tinos, Giovanni Battista Theotokis and the grandson of the beautiful Countess Catherine Pierri from his mother’s side, Spyridon Theotokis, was studying in Munich when he first met Jane and they soon became lovers.
A short time later, the two of them tried to sneak out of Munich, however Venningen discovered their plans. He started following them and, during a fine evening, caught them in the act while they were in a carriage.
Venningen challenged Theotokis to a duel right then and there. Wishing to prove to his love that he was ready to give his life for her sake, Theotokis promptly accepted. Venningen proved to be faster than his rival and managed to shoot first. The bullet caught Theotokis right above his heart, wounding him gravely.
Consequently, Jane asked Venningen for a divorce, to which he consented. The fervent lovers later moved to Paris and in 1840 Jane gave birth to a baby boy, Leonidas Theotokis.
One year later, the couple moved to Corfu, to the family’s estate in Doukades. Shortly before leaving Paris, 34-year-old Jane converted to the Orthodox faith and married Theotokis.
Despite the beauty of both the estate and their noble mansion and despite the love with which the people of Corfu had accepted her, Jane was not to be happy. After a stroke of bad luck, their six-year-old son Leonidas died, falling off some stairs in their house, while his father would leave his wife to enjoy some other woman’s company. Having endured such trials and after deciding to divorce her cheating husband, Jane left Corfu and moved to Athens.
It later came to pass that Jane met King Othon, who was dazzled by her beauty and invited her to join him in his palace. It comes as no great shock that Jane promptly started dating Othon, to the detriment of queen Amalia.
After her separation from Othon and while wondering through Greece, Jane met a 70-year-old hero of the 1821 Greek War of Independence, Hristodoulos Hatzipetros. A very lively man for his age, he was the commander of a military force in Thessalia and had formerly been Otto’ aide.
Jane was charmed by Hristodoulos which was reciprocated by him, and their scandalous love shook the noble society of Athens once more. As a matter of fact, once they returned to Athens from Lamia, very few people would welcome to their houses the “Devilish Countess” and her “old man” … “that used to stink from miles away of onion and garlic”.
Upon their return to Athens, Amalia asked Otto to discharge Hatzipetros from the army, accusing him of really disgraceful behavior with his “Diabolic English mistress”. In an effort to appease the queen, the former war hero wrote a tearful letter by which he explained that he was only interested in Jane for her fortune.
Once she got her hands on this lame letter, Amalia decided to present it to the society of Athens in order to humiliate her rival. Jane was informed of her lover’s actions, but despite her devastation, was ready to forgive him. Alas, a few days later she found out that Hatzipetros wasn’t content with her alone but was regularly enjoying the freshness of her “faithful” young maid. After that, Jane decided to leave Athens and move to the Middle East, which always fascinated her as an idea. It turned out that she was not to go further than Syria, as she met her last conquest in Damaskus, a dark skinned sheikh, Abdul Medjuel el Mezrab, who was 20 years younger than her. Jane surrendered to him entirely and married him after a few months.
Jane spent the last years of her life travelling between her husband’s palace and the desert, like the true wife of a Beduin lord. She would wear long middle eastern clothes, a hijab and even a veil, and didn’t even hesitate to dye her lovely blonde hair black.
Despite her doubts and fears that Medjuel was cheating on her with his two ex-wives, the time she spent in Syria was the happiest of her life. Her happiness was very likely to have carried on, however, at the age of 74, she came down with a bad case of dysentery that ended in her passing away on August 11, 1881.
According to the stories describing those final hours, after her internment at the Protestant cemetery of Damaskus, her husband left devasted for the desert and sacrificed his best camel in her memory. The memory of this extremely lovable woman that had been desired by the elite of Europe’s noble class of the era.